- μεγαλοβρύχοιο
- μεγαλόβρυχοςloud-bellowingmasc/fem/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλόβρυχος — μεγαλόβρυχος, ον (Α) αυτός που βρυχάται δυνατά («μεγαλοβρύχοιο λέοντος», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρυχος (< βρυχῶμαι), πρβλ. ερί βρυχος] … Dictionary of Greek